- φατριαστικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά ο σχετικός με το φατριαστή (βλ. λ.): Φατριαστική νοοτροπία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φατριαστικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει σε φατριαστή. επίρρ... φατριαστικώς και φατριαστικά Ν με φατριασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φατριαστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα] … Dictionary of Greek
στασιώδης — ῶδες, Α [στάσις] 1. στασιαστικός, φατριαστικός 2. φιλόνικος … Dictionary of Greek